Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
НА'ИГРЫВАТЬ, наигрываю, наигрываешь. ·несовер. к наиграть .
наигрывать
несов. перех. и неперех.
1) разг. перех. Играть много подряд (музыкальные пьесы, этюды и т.п.).
2) а) разг. перех. Игрой приобретать что-л., в каком-л. количестве.
б) Получать, приобретать от долгой игры.
3) Исполнять что-л. тихо или небрежно (на музыкальном инструменте).
4) перех. Передавать основную мелодию.
5) разг. перех. Производить фонографическую запись своей игры.
6) перех. Улучшать, делать благозвучнее долговременной игрой.
7) разг. неперех. Вертеть в руках, размахивать чем-л., как бы играя.
наигрывать
НАИГРЫВАТЬ, наиграть что, приобретать игрою и пр. музыкою, картами; вообще наживать играя. Люди наигрывают себе в карты состоянье. Наиграл беду. Я себе мозоли наиграл. На него наиграли (в банк) сто тысяч.
| Наигрывать песенку, голос песни (наиграть не употр.), играть на чем про себя, бренчать; или же
| играть рьяно одно и то же. Наиграл я вам вдоволь, поиграл довольно. Наигранная скрипка, улучшенная продолжительною и частою игрою. Наигранный плут, бывалый, опытный. Наигранные глаза, ярые, огненные: у ловчей птицы, когда она вошла в возраст. -ся, быть наигрываему; поиграть вдоволь. Новая скрипка не скоро наиграется. Камаринский наигрывается с прищелчкою. Наигрался я досыта, и дети наигрались. Наигрыванье ср., ·длит. наигранье ·окончат. действие по гл. Наигрыш муж. что на кого наиграно, в денежную игру; выигрыш и проигрыш. Наигры, наигры жен., мн., ·*калуж. ноты. Играть по наиграм, по нотам.